- πήμων
- -ονος, ὁ, ἡ, Αολέθριος, καταστρεπτικός.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί υστερογενώς κατ' απόσπαση από τα σύνθ. σε -πήμων (< πῆμα), πρβλ. α-πήμων, δενδρο-πήμων κ.λπ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πήμονα — πήμων baneful neut nom/voc/acc pl πήμων baneful masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοπήμων — καινοπήμων, ό, ἡ (Α) αυτός που έπαθε κάτι νέο ή που δυστύχησε πρόσφατα («δμωΐδες δὲ καινοπήμονες», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + πήμων (< πῆμα, «δυστυχία, συμφορά»), πρβλ. αδικο πήμων, βαρυ πήμων] … Dictionary of Greek
λυσιπήμων — λυσιπήμων, ον (Α) αυτός που καταπαύει τη θλίψη ή τον πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + πήμων (< πῆμα «δυστυχία, πόνος»), πρβλ. δενδρο πήμων, μνησι πήμων] … Dictionary of Greek
πολυπήμων — ύπημον, Α 1. ολέθριος, καταστρεπτικός 2. πολύπαθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πήμων (< πῆμα «συμφορά»), πρβλ. αδικο πήμων, βαρυ πήμων] … Dictionary of Greek
μνησιπήμων — μνησιπήμων, ον (Α) αυτός που υπενθυμίζει τα παθήματα, τη δυστυχία ή αυτός που προέρχεται από την ανάμνηση τών παθημάτων («στάζει... πρὸ καρδίας, μνησιπήμων πόνος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι , σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. μι μνή σκω) +… … Dictionary of Greek
πρωτοπήμων — ονος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που για πρώτη φορά ή περισσότερο βλάπτει, προκαλεί ζημιά ή κακό σε κάποιον, ο πρώτος αίτιος ενός κακού («βροτοὺς θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητις τάλαινα παρακοπὰ πρωτοπήμων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πήμων… … Dictionary of Greek
Dendropemon — Scientific classification Kingdom: Plantae (unranked): Angiosperms (unranked): Eudicots … Wikipedia
αδικο- — α συνθετικό λέξεων τόσο τής Αρχαίας όσο και τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το επίθετο άδικος ή και από το επίρρ. άδικα, ιδίως στη σύνθεσή του με ρήματα ή μετοχές τής Νέας Ελληνικής π.χ. αδικο γερνώ, αδικο γραμμένος, αδικο δαρμένος, αδικο… … Dictionary of Greek
αδικοπήμων — ἀδικοπήμων, ον (Α) αυτός που άδικα βλάπτει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + πήμων < πῆμα (= πάθημα, δυστύχημα, συμφορά)] … Dictionary of Greek
αυτοπήμων — αὐτοπήμων, ον (Α) αυτός που δημιουργεί ο ίδιος τα παθήματά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + πήμων < πήμα «πάθημα, δυστυχία, συμφορά» (πρβλ. απήμων, πολυπήμων)] … Dictionary of Greek